Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαβιώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαβιώνω [δiavióno] Ρ1α : περνώ τη ζωή μου με έναν τρόπο, ζω κάτω από ορισμένες συνθήκες: Πληθυσμοί που διαβιώνουν κάτω από άθλιες συνθήκες.

[λόγ. < αρχ. διαβι(ῶ) -ώνω `ζω ένα χρονικό διάστημα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες