Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαβιβαστής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαβιβαστής ο [δiavivastís] Ο7 : στρατιώτης ή υπαξιωματικός που έχει εκπαιδευτεί ή που υπηρετεί στις διαβιβάσεις: ~ πεζικού / πυροβολικού / τεθωρακισμένων. Yπηρετεί με την ειδικότητα του διαβιβαστή. || (επέκτ.) αξιωματικός του όπλου των διαβιβάσεων.

[λόγ. διαβιβασ- (διαβιβάζω) -τής κατά τη σημ. της λ. διαβιβάσεις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες