Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαβητικός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
διαβητικός, επίθ.
  • Που πάσχει από διαβήτη:
    • εις άνθρωπον οπού ουρεί συνεχώς και πρόκειται να γένει διαβητικός (Ιατροσ. κώδ. ψπα´ (έκδ. διαβιτής).)>

[<ουσ. διαβήτης + κατάλ. ικός. Η λ. τον 5.-6. αι. (DGE) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαβητικός -ή -ό [δiavitikós] Ε1 : που αναφέρεται στη νόσο του διαβήτη: Διαβητικά συμπτώματα. || (ως ουσ.) ο διαβητικός, θηλ. διαβητική, αυτός που πάσχει από διαβήτη: Ψωμί / γλυκά για διαβητικούς. Στους διαβητικούς χορηγείται ινσουλίνη.

[λόγ. < γαλλ. diabétique < ελνστ. διαβήτ(ης) (δες διαβήτης 2) -ique = -ικός (πρβ. σπάν. μσν. διαβητικός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες