Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διαβαστής
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
διαβαστής ο.
  • Αυτός που διαβάζει· αναγνώστης, κυρίως στην εκκλησία:
    • τον διαβαστήν και ακροαστήν (Συναξ. γυν. 136
    • ψάλτης κοινός, καλόφωνος, διαβαστής (Συναδ. φ. 69r).

[<αόρ. του διαβάζω + κατάλ. τής. Η λ. στο Βλάχ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες