Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαβάτης ο [δjavátis] Ο10 : (λογοτ.) ο περαστικός, ο οδοιπόρος: Άδειοι δρόμοι με λιγοστούς διαβάτες. Οι διαβάτες περνούσαν βιαστικοί χωμένοι στα παλτά τους.
[αρχ. διαβάτης]
[Λεξικό Κριαρά]
- διαβάτης ο.
-
- Περαστικός, οδοιπόρος:
- έκαμεν … καρβασαράν διά τους ξένους και διαβάτες (Συναδ. φ. 49r· Ερωτόκρ. Δ´ 602).
[αρχ. ουσ. διαβάτης. Η λ. και σήμ.]
- Περαστικός, οδοιπόρος: