Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαβάθμιση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαβάθμιση η [δiaváθmisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαβαθμίζω: ~ χρωμάτων. ~ εγγράφου, η κατάταξη ενός εγγράφου με βάση ορισμένα κριτήρια.

[λόγ. διαβαθμι- (διαβαθμίζω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. gradation, graduation]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go