Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαβάθμιση η [δiaváθmisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαβαθμίζω: ~ χρωμάτων. ~ εγγράφου, η κατάταξη ενός εγγράφου με βάση ορισμένα κριτήρια.
[λόγ. διαβαθμι- (διαβαθμίζω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. gradation, graduation]



