Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διένεξη η [δiéneksi] Ο33 : αντίθεση που προκαλείται από διαφορετικές απόψεις ή από σύγκρουση συμφερόντων ανάμεσα σε δύο ή σε περισσότερα άτομα: Οικογενειακές / θρησκευτικές / γλωσσικές διενέξεις. Έδωσαν τέλος στη διένεξή τους.
[λόγ. < μσν. διένεξις (με βάση το συνοπτ. θ. διενεγκ- του αρχ. ρ. διαφέρω -σις) (-σις > -ση)]



