Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- διάφορον το· διάφορο.
-
- 1) Τόκος:
- έδωσάμεν όλο το χρέος και το διάφορον και εξέχρωσάμεν το ρουφέτι (Συναδ. φ. 72ν).
- 2) Κέρδος, όφελος, συμφέρον:
- δι’ ολίγον διάφορον τιμήν άνθρωπος χάνει (Κορων., Μπούας 126).
[αρχ. ουσ. διάφορον. Ο τ. και σήμ.]
- 1) Τόκος:



