Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διάττοντας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διάττοντας ο [δiátondas] Ο5 : (αστρον.) μετέωρο που παρουσιάζεται ξαφνικά στη γήινη ατμόσφαιρα και που, αφού διανύσει με μεγάλη ταχύτητα τον ουρανό σχηματίζοντας μια φωτεινή γραμμή, εξαφανίζεται σε ελάχιστο χρονικό διάστημα από την εμφάνισή του: Bροχή διαττόντων, ταυτόχρονη εμφάνιση πολλών διαττόντων. || (ως επίθ.): Έπεσε βροχή από διάττοντες αστέρες. (έκφρ.) (εμφανίστηκε / έλαμψε / πέρασε κτλ. σαν) ~ αστέρας, για κπ. του οποίου η ξαφνική δόξα ή προβολή κράτησε ελάχιστα και έσβησε χωρίς να αφήσει ίχνη.

[λόγ. διάττ(ων) -οντας < αρχ. πληθ. διάττοντες ἀστέρες]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go