Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διάτομα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διάτομα τα [διátoma] Ο40 : (βοτ.) μονοκύτταρα φύκη που κατά την αφομοίωση δε σχηματίζουν άμυλο. || (γεωλ.) Γη διατόμων.

[λόγ. < γαλλ. (les) diatomées (θηλ. πληθ.) < αρχ. διάτομος `χωρισμένος στα δύο΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες