Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διάταξις
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
διάταξις ‑ξη η.
  • 1)
    • α) Διαταγή, προσταγή, εντολή:
      • κατά γουν την διάταξιν του θαυμαστού Δαρείου (Βίος Αλ. 4062
    • β) (νομ.) διάταγμα αυτοκράτορα ή άλλου ηγεμόνα:
      • έκαμεν ετούτος ο Λέων ο βασιλεύς νεαράς και διατάξεις εδικάς του (Βακτ. αρχιερ. 212
    • γ) τμήμα ή παράγραφος του κειμένου ενός νόμου, κανονισμού:
      • καθώς λέγει βιβλίον ε´ του κώδικος, τίτλος ς´, διάταξις ς´ (Ελλην. νόμ. 57027).
  • 2) Διαθήκη:
    • πρι αποθάνει, διάταξην έκαμε κι είχε αφήσει ό,τι έχει τσ’ Αρετούσας του (Ροδολ. Γ´ 393).

[αρχ. ουσ. διάταξις. Η λ. (ξη) και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go