Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διάταγμα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διάταγμα το [δiátaγma] Ο49 : χαρακτηρισμός ή ονομασία διαταγών της εκτελεστικής εξουσίας: Προεδρικό / βασιλικό ~. Nομοθετικό / αναγκαστικό ~. || Tο Διάταγμα των Mεδιολάνων.

[λόγ. < ελνστ. διάταγμα]

[Λεξικό Κριαρά]
διάταγμα το· διάταμα· διάταμαν.
  • Συμβουλή, νουθεσία:
    • αφήνει τα διατάματα και τ’ αρμηνέματα (Ερωτόκρ. Β´ 85).

[μτγν. ουσ. διάταγμα. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go