Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διάστρα η [δjástra] Ο25 : (λαϊκότρ.) εργαλείο με το οποίο το στημόνι τοποθετείται στο αντί του αργαλειού. || (επέκτ.) η γυναίκα που το χειρίζεται.
[διασ- (διάζομαι δες στο διασίδι) -τρα]



