Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διάστικτος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διάστικτος -η -ο [δiástiktos] Ε5 : (λόγ., για επιφάνεια) που έχει πολλά στίγματα: Πρόσωπο διάστικτο από φακίδες / από σπυράκια. || (επέκτ.): Aμμουδιά διάστικτη από κοχύλια.

[λόγ. < αρχ. ρ. διαστικ- (διαστίζω) `βάζω στίγματα΄ -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες