Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διάσημος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διάσημος -η -ο [δiásimos] Ε5 : (για πρόσ.) που είναι πολύ γνωστός, γιατί είχε πολύ μεγάλες επιτυχίες σε ορισμένο τομέα: Ένας ~ πολιτικός / καλλιτέχνης / γιατρός. Ένα διάσημο όνομα. || διαβόητος: ~ διαρρήκτης / απατεώνας. Mια διάσημη εταίρα.

[λόγ. < αρχ. διάσημος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go