Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διάπλατα [δjáplata & δiáplata] επίρρ. τροπ. : για κτ. που είναι εντελώς ανοιχτό: Άνοιξε ~ την πόρτα / την αγκαλιά / το παράθυρο. H μεγάλη πόρτα ήταν ~ ανοιχτή. Παράθυρο ~ ανοιχτό.
[< διάπλατ(ος) επίρρ. -α· ( [δiá-] : λόγ. επίδρ.)]