Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διάνυσμα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διάνυσμα το [δiánizma] Ο49 : (μαθημ.) το άνυσμα.

[λόγ. < ελνστ. διάνυσμα `διανυμένη απόσταση΄ σημδ. γαλλ. vecteur]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διανυσματικός -ή -ό [δianizmatikós] Ε1 : (μαθημ.) ανυσματικός.

[λόγ. διανυσματ- (διάνυσμα) -ικός μτφρδ. γαλλ. vectoriel]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go