Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διάνα [δjána] επίρρ. : (προφ.) μόνο στις εκφράσεις βαράω / πετυχαίνω / κάνω / φέρνω ~, για απόλυτη επιτυχία, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, σε ορισμένο στόχο.
[ισπαν. diana `κέντρο στόχου΄]