Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διάμετρος η [δiámetros] Ο36 : 1. (μαθημ.) το ευθύγραμμο τμήμα που περνά από το κέντρο του κύκλου ή της σφαίρας και καταλήγει σε δύο σημεία της περιφέρειας: H ~ ισούται με το διπλάσιο της ακτίνας. Σημεία εκ διαμέτρου αντίθετα, που βρίσκονται στην ίδια διάμετρο και σε ίση απόσταση από το κέντρο. ΦΡ εκ διαμέτρου αντίθετος, τελείως διαφορετικός: Γνώμες / απόψεις εκ διαμέτρου αντίθετες. Δύο άνθρωποι / χαρακτήρες εκ διαμέτρου αντίθετοι. || (αστρον.): H ~ της γης. H ~ ενός αστέρα. Γωνιακή ~. 2. το διαμέτρημα κάθε κυλινδρικού σώματος: H ~ ενός σωλήνα / ενός κορμού δέντρου.
[λόγ. < αρχ. διάμετρος]
[Λεξικό Κριαρά]
- διάμετρος η.
-
- Διάμετρος στερεού (κυρτού) σώματος:
- (Ερμον. Χ 135).
[αρχ. ουσ. διάμετρος. Η λ. και σήμ.]
- Διάμετρος στερεού (κυρτού) σώματος: