Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διάλος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διάλος ο [δjálos] Ο18 : (προφ.) διάβολος, κυρίως στη σημ. 3: Άι στο διάλο!

[< διάολος με σύντμ. [δjáo > δjá] για αποφυγή της χασμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go