Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διάκενο το [δiákeno] Ο41 : ο ενδιάμεσος και σχετικά μικρός κενός ή ελεύθερος χώρος: Οι αρμοί στα παράθυρα είναι χαλαροί και αφήνουν διάκενα. Έχτισε τον τοίχο με πέτρες και γέμισε τα διάκενα με τσιμέντο. Tα διάκενα των δοντιών / των σιδηροτροχιών. Aνάμεσα στο θάλαμο του ανελκυστήρα και στο φρεάτιο υπάρχει ένα ~. Tούβλα με διάκενα, με τρύπες.
[λόγ. εν. < ελνστ. πληθ. τά διάκενα `κοιλότητες΄, αρχ. επίθ. διάκενος `άδειος΄]