Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διάγραμμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διάγραμμα το [δiáγrama] Ο49 : 1. γραφική παράσταση: α. των βασικών γραμμών ενός αντικειμένου: Tο ~ του σπιτιού / της μηχανής / της συσκευής. Tοπογραφικό ~. β. της πορείας και των μεταβολών μιας κατάστασης, ενός φαινομένου κ.ά.: ~ του πυρετού / του σεισμού / της γεννητικότητας / της πορείας της οικονομίας. 2. η γενική, περιληπτική διάταξη ενός (γραπτού) έργου· σκελετός: Tο ~ του θεατρικού έργου / του μυθιστορήματος. Είχε γραμμένο σ΄ ένα χαρτί το ~ της διάλεξής του.

[λόγ. < αρχ. διάγραμμα `σχέδιο΄ & σημδ. γαλλ. diagramme & αγγλ. diagram (< αρχ. διάγραμμα)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go