Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διάβρωση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διάβρωση η [δiávrosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαβρώνω: ~ μετάλλου / βράχου. || (μτφ.): Hθική ~, διαφθορά. || (γεωλ.) η εκσκαφή του εδάφους εξαιτίας της βροχής: Tο έδαφος έχει υποστεί ~ από τα νερά των βροχών.

[λόγ. < ελνστ. διάβρω(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go