Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διάβι
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Κριαρά]
διάβι το.
  • Πέρασμα·
    • (εδώ πιθ.) ξεκίνημα, αφετηρία:
      • Επιάστην στην Αμμόχωστο στην όποια ήτον το διάβι (Δαρκές, Προσκυν. 11).

[<ουσ. διάβα αναλογ. με ουσ. σε ι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαβιβάζω [δiavivázo] -ομαι Ρ2.1 : στέλνω, μεταδίδω σε κπ. ένα μήνυμα μέσο ενός τρίτου: ~ σε κπ. τις ευχές / τις ευχαριστίες μου. Παρακαλώ να του διαβιβάσετε τους χαιρετισμούς μου. || στέλνω κτ. κάπου μέσο μιας οδού, συνήθ. υπηρεσιακής: Tο έγγραφό σας διαβιβάστηκε στο αρμόδιο υπουργείο. H αίτησή σας θα διαβιβαστεί υπηρεσιακώς.

[λόγ. < αρχ. διαβιβάζω `μεταφέρω ανθρώπους΄ σημδ. γαλλ. transmettre]

[Λεξικό Κριαρά]
διαβιβάζω.
  • 1) Φρ. διαβιβάζω την ψυχήν = πεθαίνω:
    • (Σφρ., Χρον. 1649).
  • 2) Περνώ:
    • Εγκέφαλον ερίφου λαβών, πρώτον διαβιβάσας εις δακτύλιον χρυσούν (Ιερακοσ. 39113).
  • 3) (Προκ. για χρόνο) περνώ:
    • διεβιβάσαμεν το καλοκαίριν όλον εκεί (Πανάρ. 7823· Δούκ. 3927).

[αρχ. διαβιβάζω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαβίβαση η [δiavívasi] Ο33 : 1. η ενέργεια του διαβιβάζω: ~ ευχών / χαιρετισμών. ~ εγγράφου / αίτησης / διαταγής μέσο της υπηρεσιακής οδού. 2. (πληθ., στρατ.) ειδικό όπλο του στρατού ξηράς επιφορτισμένο με τις τηλεπικοινωνίες: Yπηρετεί στις διαβιβάσεις. Aξιωματικός των διαβιβάσεων. Tάγμα / λόχος διαβιβάσεων.

[λόγ.: 1: διαβιβα- (διαβιβάζω) -σις > -ση· 2: σημδ. γαλλ. transmissions (πληθ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαβιβαστής ο [δiavivastís] Ο7 : στρατιώτης ή υπαξιωματικός που έχει εκπαιδευτεί ή που υπηρετεί στις διαβιβάσεις: ~ πεζικού / πυροβολικού / τεθωρακισμένων. Yπηρετεί με την ειδικότητα του διαβιβαστή. || (επέκτ.) αξιωματικός του όπλου των διαβιβάσεων.

[λόγ. διαβιβασ- (διαβιβάζω) -τής κατά τη σημ. της λ. διαβιβάσεις]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαβιβαστικός -ή -ό [δiavivastikós] Ε1 : που αναφέρεται στη διαβίβαση, που χρησιμοποιείται για να διαβιβαστεί κτ.: Διαβιβαστικό έγγραφο. || (ως ουσ.) το διαβιβαστικό, διαβιβαστικό έγγραφο: H διαταγή στάλθηκε στις αρμόδιες υπηρεσίες με διαβιβαστικό.

[λόγ. διαβιβασ- (διαβιβάζω) -τικός (πρβ. ελνστ. διαβιβαστικόν `μεταβατικό ρήμα΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαβιώνω [δiavióno] Ρ1α : περνώ τη ζωή μου με έναν τρόπο, ζω κάτω από ορισμένες συνθήκες: Πληθυσμοί που διαβιώνουν κάτω από άθλιες συνθήκες.

[λόγ. < αρχ. διαβι(ῶ) -ώνω `ζω ένα χρονικό διάστημα΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαβίωση η [δiavíosi] Ο33 : ο τρόπος με τον οποίο ζει κάποιος, οι συνθήκες της ζωής: Aνεκτές / πολυτελείς / άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Θερινή / χειμερινή ~, σε συνθήκες καλοκαιριού / χειμώνα.

[λόγ. < ελνστ. διαβίω(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες