Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δημοσιοϋπαλληλικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δημοσιοϋπαλληλικός -ή -ό [δimosioipalilikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους δημόσιους υπαλλήλους: Δημοσιοϋπαλληλικές συνδικαλιστικές οργανώσεις. Δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία. Tα αιτήματα του δημοσιοϋπαλληλικού κόσμου, των δημόσιων υπαλλήλων.

[λόγ. < φρ. δημόσι(ος) -ο- υπάλληλ(ος) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go