Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δημοσιογράφος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δημοσιογράφος ο [δimosioγráfos] Ο18 θηλ. δημοσιογράφος [δimosioγráfos] Ο35 : αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία: Εργάζεται ως ~ σε εφημερίδα / σε ραδιοφωνικό σταθμό / στην τηλεόραση.

[λόγ. δημόσι(ος) -ο- + -γράφος απόδ. γαλλ. publiciste· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go