Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δημοσίως
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
δημοσίως, επίρρ.
  • Μπροστά στον κόσμο, στο πλήθος, δημοσίᾳ:
    • (Διγ. Gr. 2323).

[μτγν. επίρρ. δημοσίως. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go