Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δημογεροντία η [δimojerondía] Ο25 : το σώμα των δημογερόντων που ασκούσε εξουσία στις αυτοδιοικούμενες χριστιανικές κοινότητες κατά την Tουρκοκρατία. || το αξίωμα του δημογέροντα.
[λόγ. δημογεροντ- (δημογέρων) -ία]



