Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δημογέροντας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δημογέροντας ο [δimojérondas] Ο5 : αιρετός τοπικός άρχοντας στις αυτοδιοικούμενες χριστιανικές κοινότητες κατά την Tουρκοκρατία· κοτζάμπασης, πρόκριτος.

[λόγ. < αρχ. δημογέρων, αιτ. -οντα `ο γεροντότερος του λαού΄, πληθ. δημογέροντες `άρχοντες΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες