Παράλληλη αναζήτηση
69 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δημο- 1 [δimo] & δημ- [δim], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αναφέρεται: 1. στο σύνολο του λαού: ~σκόπηση, ~ψήφισμα· ~κρατία· (πρβ. λαο-)· δημαγωγός, ~φιλής· δημαγωγία· δημαγωγώ, ~σκοπώ. || με αναφορά στην τήρηση ανοιχτών διαδικασιών: ~πραττώ· ~πρασία. 2. στην τοπική αρχή μιας πόλης, στο δήμο: δημαιρεσία· ~συντήρητος.
[λόγ. < αρχ. δημ(ο)- θ. του ουσ. δῆμο(ς) `λαός΄ ως α' συνθ.: αρχ. δημο-γέρων, δήμ-αρχος (δες λ.)]
- δημο- 2 : (παρωχ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις, με αναφορά στη βαθμίδα της στοιχειώδους εκπαίδευσης: ~διδάσκαλος· ~διδασκαλείο.
[λόγ. < δημο- 1]
- δημογέροντας ο [δimojérondas] Ο5 : αιρετός τοπικός άρχοντας στις αυτοδιοικούμενες χριστιανικές κοινότητες κατά την Tουρκοκρατία· κοτζάμπασης, πρόκριτος.
[λόγ. < αρχ. δημογέρων, αιτ. -οντα `ο γεροντότερος του λαού΄, πληθ. δημογέροντες `άρχοντες΄]
- δημογεροντία η [δimojerondía] Ο25 : το σώμα των δημογερόντων που ασκούσε εξουσία στις αυτοδιοικούμενες χριστιανικές κοινότητες κατά την Tουρκοκρατία. || το αξίωμα του δημογέροντα.
[λόγ. δημογεροντ- (δημογέρων) -ία]
- δημογραφία η [δimoγrafía] Ο25 : η στατιστική μελέτη του πληθυσμού (μιας ορισμένης γεωγραφικής περιοχής, μιας χώρας κτλ.), που εξετάζει τη σύνθεση, την αυξομείωση, το όριο ζωής, τη διαβίωση και άλλα πληθυσμιακά φαινόμενα και μεγέθη: Συγκριτική ~, για πληθυσμούς διαφορετικών γεωγραφικών περιοχών. Iστορική ~, για πληθυσμούς παλαιότερων περιόδων.
[λόγ. < γαλλ. démographie < αρχ. δῆμο(ς) + -graphie = -γραφία]
- δημογραφικός -ή -ό [δimoγrafikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με τη δημογραφία: Δημογραφικές σπουδές / μελέτες / έρευνες. 2. που έχει σχέση με τον πληθυσμό μιας γεωγραφικής περιοχής· πληθυσμιακός: Δημογραφική αύξηση / μείωση / κάμψη. Δημογραφικές πιέσεις / μεταβολές. Δημογραφικό πρόβλημα, δυσκολίες που προκύπτουν από τη δυσανάλογη αύξηση ή μείωση του πληθυσμού ή των δυνατοτήτων απασχόλησης.
δημογραφικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. démographique < démograph(ie) = δημογραφ(ία) -ique = -ικός]
- δημοδιδασκαλικός -ή -ό [δimoδiδaskalikós] Ε1 : (λόγ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στο δημοδιδάσκαλο, διδασκαλικός.
[λόγ. δημοδιδάσκα λ(ος) -ικός]
- δημοδιδάσκαλος ο [δimoδiδáskalos] Ο19 θηλ. δημοδιδασκάλισσα [δimoδiδaskálisa] Ο27 : (λόγ.) ο εκπαιδευτικός της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, ο δάσκαλος.
[λόγ. < ελνστ. δημοδιδάσκαλος `δημαγωγός΄, κατά τη σημ. της φρ. δημοτικό σχολείο· λόγ. δημοδιδάσκαλ(ος) -ισσα]
- δημοκοπία η [δimokopía] Ο25 : η δημαγωγία.
[λόγ. < ελνστ. δημοκοπία]
- δημοκοπικός -ή -ό [δimokopikós] Ε1 : δημαγωγικός.
δημοκοπικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. δημοκοπικός]