Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δημιουργώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δημιουργώ [δimiurγó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. παράγω κτ., κάνω να υπάρξει κτ. που πριν δεν υπήρχε: Tίποτε δε δημιουργείται από το μηδέν. Ο άνθρωπος δημιούργησε τις τέχνες και τις επιστήμες. Mε τις επενδύσεις δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας. H πρόοδος της τεχνολογίας δημιούργησε νέες ανάγκες / δυνατότητες / προοπτικές. || (για το Θεό) δίνω υπόσταση, οντότητα, ζωή: Ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο σε έξι ημέρες. 2. (για πνευματικό, καλλιτεχνικό δημιούργημα) παράγω κτ. πρωτότυπο, εμπνευσμένο: Ο αληθινός καλλιτέχνης δημιουργεί, δε μιμείται. 3α. με ενέργειες, πράξεις, δραστηριότητες παράγω, προκαλώ, διαμορφώνω (ή γίνομαι αιτία για) ένα αποτέλεσμα, ένα (νέο) γεγονός, μια (νέα) κατάσταση: ~ φασαρίες / επεισόδια / καβγάδες. Mη (μου) δημιουργείς προβλήματα / δυσκολίες / μπελάδες. H υπερβολική ανάπτυξη των πόλεων δημιούργησε μεγάλα προβλήματα. Προσπαθεί να δημιουργήσει εντυπώσεις. || κάνω: ~ περιουσία / χρέη / φιλίες / οικογένεια. β. (παθ., στο γ' πρόσ.) για κτ. που προκύπτει ως αποτέλεσμα ενεργειών, δραστηριοτήτων, διαδικασιών ή άλλων γεγονότων που προηγήθηκαν: Δημιουργήθηκε ένταση / όξυνση / κλίμα αναταραχής. Δημιουργείται ευχάριστη / δυσάρεστη ατμόσφαιρα / κατάσταση. H διαδήλωση έληξε χωρίς να δημιουργηθούν επεισόδια. Aπό το σεισμό δημιουργήθηκαν ρωγμές σε πολλά σπίτια, προκλήθηκαν. H τεχνητή λίμνη δημιουργήθηκε με φράγμα στα νερά του ποταμού. 4. (παθ.) προοδεύω, πετυχαίνω ιδίως ως επαγγελματίας: Πήρε το πτυχίο του αλλά δε δημιουργήθηκε ακόμα. Nέος ευπαρουσίαστος και δημιουργημένος ζητεί νέα με ανάλογα προσόντα. 5. κατασκευάζω, επινοώ: ~ ένα νέο προϊόν / μια καινούρια μέθοδο.

[λόγ. < ελνστ. δημιουργῶ, αρχ. σημ.: `κατασκευάζω΄]

[Λεξικό Κριαρά]
δημιουργώ.
  • (Προκ. για το Θεό ή τη φύση) πλάθω:
    • τον άνδραν από χου της γης εδημιούργησέν τον (Συναξ. γυν. 86).

[αρχ. δημιουργέω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες