Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δημαρχιλίκι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δημαρχιλίκι το [δimarxilíi] Ο44α : (προφ.) το αξίωμα του δημάρχου, η δημαρχία1.

[δήμαρχ(ος) -ιλίκι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go