Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δημαρχιακός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δημαρχιακός -ή -ό [δimarxiakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη δημαρχία ή στο δήμαρχο: Δημαρχιακές εκλογές, που γίνονται για την ανάδειξη δημοτικών αρχόντων. Δημαρχιακή επιτροπή, που αποτελείται από μέλη του δημοτικού συμβουλίου και συνεργάζεται με το δήμαρχο.

[λόγ. δημαρχί(α) -ακός (διαφ. το ελνστ. δημαρχικός `που αναφέρεται στους εκπροσώπους του κοινού λαού΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go