Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δημαρχείο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δημαρχείο το [δimarxío] Ο39 : το κτίριο όπου στεγάζονται οι δημοτικές αρχές και οι υπηρεσίες.

[λόγ. δήμαρχ(ος) -είον μτφρδ. γαλλ. mairie]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go