Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δημαγωγός ο [δimaγoγós] Ο17 θηλ. δημαγωγός [δimaγoγós] Ο34 : χαρακτηρισμός πολιτικού κυρίως προσώπου, που, για να πετύχει τους σκοπούς του, παραπλανά και παρασύρει το λαό με απατηλές υποσχέσεις, κολακείες κτλ.: Οργίασαν οι δημαγωγοί κατά την προεκλογική περίοδο.
[λόγ. < αρχ. δημαγωγός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Κριαρά]
- δημαγωγός ο.
-
- Αρχηγός (εδώ στρατού):
- του πανευτυχούς στρατού δημαγωγούς (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 1042).
[αρχ. ουσ. δημαγωγός. Η λ. και σήμ.]
- Αρχηγός (εδώ στρατού):



