Παράλληλη αναζήτηση
| 7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δηλώ.
-
- 1) Απρόσ. δηλοί = αναφέρεται:
- εάν ομόσουν, καθώς άνωθεν δηλοί, ένι αμέριμνοι (Ασσίζ. 14011).
- 2) Ορίζω, καθορίζω:
- να φθάσω και δηλώσω την ώραν της συμπλοκής του πολέμου (Καναν. 221).
[αρχ. δηλόω. Βλ. και δηλώνω]
- 1) Απρόσ. δηλοί = αναφέρεται:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δηλώνω [δilóno] -ομαι Ρ1 : 1. λέω ή ανακοινώνω κτ. συνήθ. με επίσημο τρόπο: Ο πρωθυπουργός δήλωσε ότι δεν παραιτείται. Ο μάρτυρας δήλωσε ότι η πρώτη του κατάθεση είναι ψευδής. 2α. ισχυρίζομαι κτ. σχετικά με τον εαυτό μου, λέω ότι είμαι: Δηλώνει άθεος / φασίστας / μάγκας. Στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις. β. δείχνω, φανερώνω ότι υπάρχει, ότι συμβαίνει κτ.: ~ υποταγή / πίστη / αφοσίωση σε κπ. Ύφος / συμπεριφορά που δηλώνει αποφασιστικότητα. γ. (στο γ' πρόσ.) σημαίνει: Tι δηλώνει το αρκτικόλεξο IKA; Οι εμπρόθετοι προσδιορισμοί δηλώνουν επιρρηματικές σχέσεις. 2. ανακοινώνω, γνωστοποιώ κτ. υπεύθυνα και με το νόμιμο τρόπο σε μια αρμόδια αρχή, υπηρεσία: ~ τη γέννηση ενός παιδιού / το γάμο μου / το θάνατο κάποιου στο ληξιαρχείο. Όσοι επιστρέφουν από το εξωτερικό είναι υποχρεωμένοι να δηλώνουν στο τελωνείο τα αντικείμενα που έχουν αγοράσει. Εισοδήματα που δεν έχουν δηλωθεί στην εφορία. Όλοι οι αλλοδαποί πρέπει να δηλωθούν στα τοπικά αστυνομικά τμήματα. Πόρνη (μη) δηλωμένη στην αρμόδια υπηρεσία.
[1: μσν. δηλώνω < αρχ. δηλ(ῶ) -ώνω· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. déclarer]
[Λεξικό Κριαρά]
- δηλώνω· μτχ. παρκ. δηλημένος.
-
- 1)
- α) Αναφέρω, λέγω:
- Στον δούκα δε εδιέβησαν κι ευθύς εδήλωσάν το (Κορων., Μπούας 32)·
- β) περιγράφω:
- Τι να σε λέγω τα πολλά και πώς να το δηλώσω; (Χρον. Μορ. P 4055).
- α) Αναφέρω, λέγω:
- 2) Φανερώνω, αποκαλύπτω:
- Από τα γοργοκινήματα οπού ’χεν εις τα παιγνίδια τον έρωτα εδήλωσαν (Διγ. Α 140).
- 3) Ερμηνεύω, εξηγώ:
- ο Κωνσταντίνος ούτως ανταπεκρίθηκε τον όνειρον δηλώνων (Διγ. Z 722· Απολλών. 44).
- 4) Ορίζω, προστάζω:
- εμήνα ο ρήγας δηλώνοντα διά γραφής όλων των Μοραΐτων (Χρον. Μορ. H 8630).
[<δηλώ. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δήλωση η [δílosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του δηλώνω. 1. ανακοίνωση, συνήθ. επίσημη: Γραπτή / προφορική ~. Ο πρωθυπουργός έκανε βαρυσήμαντες δηλώσεις για την εξωτερική πολιτική. Ο υπουργός ανακάλεσε τις δηλώσεις που είχε κάνει στους δημοσιογράφους. Προγραμματικές δηλώσεις, η παρουσίαση από τον πρωθυπουργό στη βουλή του προγράμματος κάθε νέας κυβέρνησης πριν την ψηφοφορία για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης. ~ αρχών. || (νομ.) ~ βουλήσεως, δικαιοπραξία. ~ πλειστηριασμού, δημόσια διακήρυξη πλειστηριασμού. 2. νόμιμη, υπεύθυνη ανακοίνωση, γνωστοποίηση συνήθ. γραπτή, που γίνεται (από ιδιώτες) σε μια αρχή, υπηρεσία σχετικά με κτ.: ~ της γέννησης / του γάμου / του θανάτου κάποιου. ~ για αλλαγή κατοικίας / για απώλεια αντικειμένου στην αστυνομία. ~ εισοδημάτων ή φορολογική ~. ~ μετανοίας, που εκφράζει μεταμέλεια. Yπεύθυνη* ~. Συντάσσω / υπογράφω / υποβάλλω μια ~. || (ειδικότ.) η δημόσια αποκήρυ ξη των πολιτικών φρονημάτων που ζητούσαν παλαιότερα οι αρχές από τους κομμουνιστές και το σχετικό έγγραφο: Kάνω / υπογράφω ~.
[λόγ.: 1: ελνστ. δήλω(σις) -ση, αρχ. σημ.: `εξήγηση΄· 2: σημδ. γαλλ. déclaration]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δηλωσίας ο [δilosías] Ο3 : μειωτικός χαρακτηρισμός για κομμουνιστή, ο οποίος (συνήθ. ύστερα από πίεση) αποκήρυξε δημόσια τα φρονήματά του υπογράφοντας σχετική δήλωση.
[λόγ. δήλωσ(η) -ίας]
[Λεξικό Κριαρά]
- δήλωσις η.
-
- 1) Διαβεβαίωση, υπόσχεση:
- εις την περί τούτων δήλωσιν και ασφάλειαν εγένετο και η ημετέρα συνοδική απόφασις (Ιστ. πατρ. 18318· Χρον. Μορ. H 6351).
- 2) Επιγραφή, τίτλος:
- Περί των διαθηκών· ένι λατίνικα η δήλωσις (Ασσίζ. 12916).
[αρχ. ουσ. δήλωσις. Η λ. και σήμ. (‑η)]
- 1) Διαβεβαίωση, υπόσχεση:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δηλωτικός -ή -ό [δilotikós] Ε1 : που δηλώνει, που δείχνει, φανερώνει ή ανακοινώνει κτ. (το οποίο αναφέρεται σε γενική πτώση): Xαμόγελο δηλωτικό ικανοποίησης. Ενέργειες δηλωτικές των απόψεών του. || (ως ουσ.) το δηλωτικό, ονομασία εγγράφου ναυτιλιακού περιεχομένου.
[λόγ. < αρχ. δηλωτικός]



