Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δηκτικός -ή -ό [δiktikós] Ε1 : (λόγ.) που είναι οξύς, προσβλητικός στα λόγια, στο ύφος του: Δηκτικά λόγια. Δηκτικό χιούμορ.
δηκτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. δηκτικός]



