Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δεόντως
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δεόντως [δeóndos] επίρρ. τροπ. : σε ύφος δηκτικό και για καταστάσεις που επιβάλλουν ή επιτρέπουν μια κακή συμπεριφορά, καταλλήλως, όπως πρέπει: Tου απάντησε ~. Tον περιποιήθηκαν ~.

[λόγ. < αρχ. δεόντως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go