Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεόντως [δeóndos] επίρρ. τροπ. : σε ύφος δηκτικό και για καταστάσεις που επιβάλλουν ή επιτρέπουν μια κακή συμπεριφορά, καταλλήλως, όπως πρέπει: Tου απάντησε ~. Tον περιποιήθηκαν ~.
[λόγ. < αρχ. δεόντως]



