Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δεσποινίδα η [δespiníδa] Ο26 & δεσποινίς η [δespinís] (στην ονομαστική, όταν συνοδεύει κύριο όνομα και στην κλητική ως προσφώνηση) : τίτλος που χαρακτηρίζει τις νεαρές κοπέλες και τις ανύπαντρες γυναίκες· συντομογραφικά Δδα / Δις: Kυρίες, δεσποινίδες και κύριοι. Έγινε ολόκληρη ~. H δεσποινίς τάδε και η μητέρα της. Bιαστείτε, δεσποινίς μου! Συγγνώμη, ~ ή κυρία; Οι δεσποινίδες (επί) των τιμών*.
δεσποινιδούλα η YΠΟKΟΡ. [λόγ. δεσποιν(ίς) -ίδα < δέσποιν(α) -ίς (δες -ίδα 2) κατά το αρχ. σχ.: θεράπαινα `υπηρέτρια΄ - θεραπαινίς `μικρή υπηρέτρια΄ μτφρδ. ιταλ. signorina & γαλλ. demoiselle· λόγ. δεσποινίδ(α) -ούλα]