Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δερβέναγας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δερβέναγας ο [δervénaγas] & ντερβέναγας ο [dervénaγas] Ο6 : 1. επί Tουρκοκρατίας ο επικεφαλής στρατιωτικού τμήματος, ο οποίος φρουρούσε τα στενά περάσματα, τα δερβένια. 2. άνθρωπος που συμπεριφέρεται με τρόπο αυταρχικό.

[ντερ-: ντερβέν(ι) (δες δερβένι) + αγάς· δερβ-: λόγ. επίδρ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go