Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δεξιώνομαι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δεξιώνομαι [δeksiónome] Ρ1β : δίνω δεξίωση, οργανώνω μια επίσημη κοινωνική συγκέντρωση στο σπίτι μου ή σε ειδική αίθουσα: Ο πρωθυπουργός θα δεξιωθεί τους υψηλούς του καλεσμένους. Δεξιώνεται συχνά κόσμο.

[λόγ. < αρχ. δεξι(οῦμαι) `χαιρετάω με το δεξί χέρι, καλωσορίζω΄ -ώνομαι]

[Λεξικό Κριαρά]
δεξιώνομαι.
  • α) Δέχομαι κάπ.:
    • (Χριστ. διδασκ. 370
  • β) περιποιούμαι:
    • Με όλους ήτον φίλος, … να τους αναδεχτεί και να τους δεξιωθεί (Συναδ. φ. 52r).

[<δεξιούμαι. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες