Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δεξαμενόπλοιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δεξαμενόπλοιο το [δeksamenóplio] Ο41 : πλοίο εφοδιασμένο με ειδικές δεξαμενές για τη μεταφορά πετρελαίου· πετρελαιοφόρο, τάνκερ.

[λόγ. δεξαμεν(ή) -ο- + πλοίον απόδ. αγγλ. tanker ή γερμ. Tankschiff]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες