Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δεξίωση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δεξίωση η [δeksíosi] Ο33 : επίσημη συγκέντρωση που οργανώνει κάποιος στο σπίτι του ή σε ειδική αίθουσα: Δίνω ~, δεξιώνομαι. Γαμήλια ~. H ~ θα δοθεί στον κήπο. Οι καλεσμένοι μιας δεξίωσης. Aίθουσα δεξιώσεων. Στη ~ του υπουργού παρευρέθηκαν μέλη της υψηλής κοινωνίας.

[λόγ. < ελνστ. δεξίω(σις) `χαιρετισμός με το δεξί χέρι΄ -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go