Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δεντρογαλιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δεντρογαλιά η [δendroγalá] Ο24 : μικρό, ακίνδυνο δενδρόβιο φίδι.

[δέντρ(ο) -ο- + (;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες