Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δενδρώνας
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
δενδρώνας ο· δενδριώνας.
  • Τόπος κατάφυτος από δέντρα:
    • εις τόπον υπολίβαδον ήτον πολύς δενδριώνας (Διγ. Esc. 1623).

[μτγν. ουσ. δενδρών. Η λ. στο Βλάχ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες