Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δενδροαναγεμάτος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
δενδροαναγεμάτος, επίθ.
  • Που είναι γεμάτος δέντρα:
    • στράταν … δενδροαναγεμάτην (Λόγ. παρηγ. O 724).

[<ουσ. δένδρον + επίθ. *αναγεμάτος (πβ. αναγεμίζω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες