Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δενδροαναβάτης
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
δενδροαναβάτης ο.
  • Αυτός που ανεβαίνει στα δέντρα·
    • έκφρ. όφις ο δενδροαναβάτης = δεντρογαλιά:
      • (Σταφ., Ιατροσ. 2622).

[<ουσ. δένδρον + αναβάτης. Η λ. στο LBG]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go