Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δεματιά
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
δεματιά η.
  • Δέμα, δεμάτι·
    • (μεταφ.):
      • όλα τα πάθη κάνει μια δεματιά και ρίχτει τα κι εις λησμονιά τα βάνει (Ροδολ. Β´ 512).

[<ουσ. δεμάτι + κατάλ. ιά. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Δημ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δεματιάζω [δematxázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω δεμάτια, δένω σε δεμάτια: ~ ξύλα / χόρτα / δέρματα.

[μσν. δεματιάζω < δεμάτ(ι) -ιάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
δεματιάζω.
  • Δένω, κάνω δέματα:
    • δεματιάζομε δεμάτια μεσοθιό το χωράφι (Πεντ. Γέν. XXXVII 7).

[<ουσ. δεμάτι + κατάλ. ιάζω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δεμάτιασμα το [δemátxazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του δεματιάζω.

[δεματιασ- (δεματιάζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες