Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δελφικός -ή -ό [δelfikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται στους Δελφούς, και ειδικά στη λατρεία του θεού Aπόλλωνα που κατά την αρχαιότητα λατρευόταν στο εκεί ιερό, ή που προέρχεται από αυτούς: ~ χρησμός. Δελφική Aμφικτυονία. Δελφικές γιορτές.
[λόγ. < αρχ. Δελφικός]



