Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δελικάτος, επίθ.· διλικάτος.
-
- (Προκ. για φαγητό) γευστικός, εύπεπτος:
- (Μπερτόλδος 75).
[<βεν. delicato. Ο τ. (Du Cange, λ. δει‑) <παλαιότ. ιταλ. dilicato. Τ. ντε‑ σήμ.]
- (Προκ. για φαγητό) γευστικός, εύπεπτος:



